ἀνώϊστος
1ἀνώιστος — ἀνώϊστος , ἄνοιστος masc nom sg (ionic) ἀνώϊστος , ἀνώιστος unlooked for masc/fem nom sg …
2ανώιστος — ἀνώιστος, ον (Α) [οίομαι] απροσδόκητος, απρόοπτος …
3ἀνωίστως — ἀνωΐστως , ἄνοιστος adverbial (ionic) ἀνωΐστως , ἄνοιστος masc acc pl (doric ionic) ἀνωΐστως , ἀνώιστος unlooked for adverbial ἀνωΐστως , ἀνώιστος unlooked for masc/fem acc pl (doric) …
4ἀνώιστον — ἀνώϊστον , ἄνοιστος masc acc sg (ionic) ἀνώϊστον , ἄνοιστος neut nom/voc/acc sg (ionic) ἀνώϊστον , ἀνώιστος unlooked for masc/fem acc sg ἀνώϊστον , ἀνώιστος unlooked for neut nom/voc/acc sg …
5ανωιστί — ἀνωιστί κ. ίστως επίρρ. (Α) [ανώιστος] απροσδόκητα, απρόοπτα …
6οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …
7ἀνωίστοιο — ἀνωΐστοιο , ἄνοιστος masc/neut gen sg (epic ionic) ἀνωΐστοιο , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut gen sg (epic) …
8ἀνωίστοισι — ἀνωΐστοισι , ἄνοιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀνωΐστοισι , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἀνωίστοισιν — ἀνωΐστοισιν , ἄνοιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀνωΐστοισιν , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10ἀνωίστου — ἀνωΐστου , ἄνοιστος masc/neut gen sg (ionic) ἀνωΐστου , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut gen sg …
- 1
- 2