ἀνών

  • 1ἄνων — ἄνοος without understanding masc/fem/neut gen pl ἄνω 1 accomplish pres part act masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Άνων ή Άννων — Όνομα στρατηγών και ναυάρχων των Καρχηδονίων. 1. Γιος του Αμίλκα (; – 488; π.Χ.). Υπέταξε τους Λουσιτανούς, αλλά εξαφανίστηκε στη μάχη της Ιμέρας (488 π.Χ.). Η παράδοση αναφέρει ότι έπλευσε κατά μήκος των αφρικανικών ακτών του Ατλαντικού, μέχρι… …

    Dictionary of Greek

  • 3Nomina sacra — (singular: nomen sacrum) means sacred names in Latin, and can be used to refer to traditions of abbreviated writing of several frequently occurring divine names or titles in early Greek language Holy Scripture. Bruce Metzger s book Manuscripts of …

    Wikipedia

  • 4Nomina Sacra — (au singulier : nomen sacrum) signifie noms sacrés en Latin. Ce terme désiqne les traditions d abréviation pour l écriture de noms de Dieu ou de titres fréquemment utilisés dans l écriture sacrée en grec ancien. Le livre de Bru Metzger… …

    Wikipédia en Français

  • 5Nomina sacra — (au singulier : nomen sacrum) signifie noms sacrés en latin. Cette expression est utilisée pour désigner des traditions selon lesquelles on abrégeait certains noms divins ou sacrés fréquemment utilisés dans l écriture sainte de langue… …

    Wikipédia en Français

  • 6παυλιανισμός — ὁ, Μ τα δόγματα και η αίρεση τών Παυλι(κι)ανών, η αίρεση τού Παύλου τού Σαμοσατέως κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, η οποία δεχόταν την ύπαρξη δύο θεών, αγαθού και κακού, απέρριπτε την τριαδικότητα τού Θεού και την πραγματική σάρκωση τού Χριστού και… …

    Dictionary of Greek

  • 7τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 8Papyrus 115 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 115 …

    Wikipedia

  • 9ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …

    Dictionary of Greek

  • 10κοινεών — κοινεών, ὁ (Α) ο κοινωνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιν άνων (< κοινός + κατάλ. ᾱων, πρβλ. διδυμ άων, ξυν άων). Η κατάλ. εών είναι η ιωνική αττική μορφή τής ομηρικής ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή ᾱν (πρβλ. κοιν άν) και στην… …

    Dictionary of Greek