ἀνώμαλος
1ἀνώμαλος — uneven masc/fem nom sg …
2ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… …
3ανώμαλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, κανονικός: Το έδαφος σε πολλά σημεία είναι ανώμαλο. 2. ταραχώδης, ακατάστατος: Η πολιτική κατάσταση της χώρας είναι ανώμαλη. 3. (γραμμ.), «ανώμαλα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα» κτλ., αυτά που δεν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνώμαλον — ἀνώμαλος uneven masc/fem acc sg ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc sg …
5ἀνωμαλωτάτη — ἀνώμαλος uneven fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
6ἀνωμάλοις — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat pl …
7ἀνωμάλῳ — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat sg …
8ἀνώμαλα — ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc pl …
9ἀνώμαλοι — ἀνώμαλος uneven masc/fem nom/voc pl …
10οδυναίτερος — ὀδυναίτερος, έρα, ον (Α) ανώμαλος συγκριτ. τ. τού οδυνηρός ή τού οδυνώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος τού ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. αίτερος (πρβλ. παλ αίτερος, σχολ… …