ἀνώδυνον
1ἀνώδυνον — ἀνώδυνος free from pain masc/fem acc sg ἀνώδυνος free from pain neut nom/voc/acc sg …
2ανώδυνος — η, ο (Α ἀνώδυνος, ον) αυτός που δεν προξενεί πόνο ή που γίνεται χωρίς οδύνη, χωρίς πόνο νεοελλ. μτφ. α) αυτός που δεν προξενεί θλίψη ή στενοχώρια β) δίχως επιπτώσεις, ανεπαίσθητος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, που δεν… …