ἀνύτω
1ανύτω — ἀνύτω κ. ἁνύτω αττ. (Α) βλ. ανύω …
2Ἀνύτω — Ἄνυτος masc nom/voc/acc dual Ἄνυτος masc gen sg (doric aeolic) …
3ἀνύτω — ἀνύω effect pres subj act 1st sg (attic) ἀνύω effect pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) …
4Ἀνύτῳ — Ἄνυτος masc dat sg …
5ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …
6ποθήνυτο — Α (κατά τον Ησύχ.) «προσήσθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. ποτί* «προς» + ἀνύω / ἀνύτω / ἁνύτω «εκτελώ, επιτελώ, φέρνω σε πέρας»] …
7αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… …
8ευάνυστος — εὐάνυστος, ον (Μ) αυτός που μπορεί να περαστεί ή να κατορθωθεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανυστός (< ανύω, ανύτω), πρβλ. δυσ άνυστος] …
9ευήνυτος — εὐήνυτος, ον (Α) αυτός που φτάνει εύκολα σε πέρας, ο ευκατόρθωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήνυτος < ανύτω*] …
10προανύτω — ΜΑ, προανύω Μ αποπερατώνω, κατορθώνω κάτι προηγουμένως («τὸ προανυσθὲν ὑπόμνημα», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνύτω/ἀνύω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας»] …
- 1
- 2