ἀνέκδοτος
1ἀνέκδοτος — not given in marriage masc/fem nom sg …
2ανέκδοτος — η, ο (AM ἀνέκδοτος, ον) αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος νεοελλ. 1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην 2. το ουδ. ως …
3ανέκδοτος — η, ο 1. αυτός που δεν εκδόθηκε, δε δημοσιεύτηκε: Πολλές σημαντικές μελέτες του ήταν ακόμη ανέκδοτες. 2. το ουδ. ως ουσ., το ανέκδοτο σύντομη αφήγηση χαρακτηριστικού επεισοδίου, συνήθως εύθυμου, που αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο και διασώθηκε με… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνέκδοτον — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem acc sg ἀνέκδοτος not given in marriage neut nom/voc/acc sg …
5ἀνεκδότου — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem/neut gen sg …
6ἀνεκδότους — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem acc pl …
7ἀνεκδότων — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem/neut gen pl …
8ἀνέκδοτα — ἀνέκδοτος not given in marriage neut nom/voc/acc pl …
9ἀνέκδοτοι — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem nom/voc pl …
10АРСЕНИЙ АВТОРИАН — [греч. ̓Αρσένιος Αὐτωρειανός] (1200, К поль 30.09.1273, Проконис), свт., Патриарх К польский (нояб. 1254 февр. или март 1260; июнь 1261 1265). Происходил из знатной к польской семьи Феодора (или Алексея) Агаллиана, судьи дрома, и Ирины Каматиры.… …