ἀνάλου

  • 1ἀνάλου — ἄναλος without salt masc/fem/neut gen sg ἀνά̱λου , ἀνάλλομαι leap aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἀνάλλομαι leap aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) ἀνά̱λου , ἀναλίσκω use up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνά̱λου , ἀναλίσκω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πάστη — και παστή, ἡ, Α 1. (στον τ. πάστη) α) (κατά τον Πολυδ.) «ζωμὸς ἀλφίτων» β) (κατά τον Ησύχ.) «βρῶμα ἐκ τυροῡ ἀνάλου μετὰ σεμιδάλεως καὶ σησαμίου σκευαζόμενον οἱ δὲ ἔτνος ἀλφίτοις μεμειγμένον» 2. (στον τ. παστή) θήκη, δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek