ἀνωμαλότης
1ανωμαλότης — ἀνωμαλότης, η (Α) ανωμαλία …
2ἀνωμαλότης — fem nom sg …
3ἀνωμαλότητα — ἀνωμαλότης fem acc sg …
4ἀνωμαλότητι — ἀνωμαλότης fem dat sg …
5ἀνωμαλότητος — ἀνωμαλότης fem gen sg …
1ανωμαλότης — ἀνωμαλότης, η (Α) ανωμαλία …
2ἀνωμαλότης — fem nom sg …
3ἀνωμαλότητα — ἀνωμαλότης fem acc sg …
4ἀνωμαλότητι — ἀνωμαλότης fem dat sg …
5ἀνωμαλότητος — ἀνωμαλότης fem gen sg …