ἀνωδύρατο
1ἀνωδύρατο — ἀνοδύρομαι break into wailing plup ind mp 3rd pl (epic) ἀνωδύ̱ρατο , ἀνοδύρομαι break into wailing aor ind mp 3rd sg ἀνοδύρομαι break into wailing plup ind mp 3rd pl (epic) …
2περικαταρρήγνυμι — Α 1. σχίζω κάτι γύρω γύρω, σχίζω τελείως, καταξεσχίζω 2. μέσ. περικαταρρήγνυμαι σχίζω και αποσπώ κάτι που μού ανήκει («περικατερρήξατό τε τὸν ἄνωθεν πέπλον καὶ ἀνωδύρατο», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καταρρήγνυμι «σχίζω, συντρίβω»] …