ἀνωδύνως

  • 1ἀνωδύνως — ἀνώδυνος free from pain adverbial ἀνώδυνος free from pain masc/fem acc pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …

    Dictionary of Greek