ἀντ-εν-

  • 91δείνα — ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το) (για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ ἔδρασ ὁ δεῑνα;») αρχ. το ουδ. ως ουσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 92διηγηματογράφος — ο αυτός που γράφει διηγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. novelliste) Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικό Ελληνικής γλώσσης του Αντ. Ν. Γιάνναρη] …

    Dictionary of Greek

  • 93δοξάζω — (AM δοξάζω) [δόξα] 1. νομίζω, φρονώ 2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ 3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ) μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον ή κάτι ν αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ όνομά μου δόξασέ το») μσν. 1. τιμώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 94εκτάδην — επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγν ἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά) κατ έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ. «ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ ἐκείνου νεκρός» ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.) …

    Dictionary of Greek

  • 95επανατείνω — ἐπανατείνω (AM) (Α και ποιητ. τ. έπαντείνω) [τείνω] μσν. μέσ. ανταποδίδω κάτι («ἀντ εὐεργεσίας σοι τὰ ἀνήκεστα τόλμηρῶς ἐπανετείνετο», Μηναία) αρχ. 1. τεντώνω προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά («ἐπανατείνας τὸν τράχηλον, παῑε, ἔφη», Ξεν.) 2. μτφ. παρέχω… …

    Dictionary of Greek

  • 96επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …

    Dictionary of Greek

  • 97ετούτος — και τούτος, η, ο (Μ ἐτοῡτος και τοῡτος, η, ο) (δεικτ. αντ.) αυτός, ἡ, ό. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. τούτος] …

    Dictionary of Greek

  • 98ευαυγής — εὐαυγής, ές (Α) ευαγής, λαμπρός, φωτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυγής (< *αύγος), πρβλ. αντ αυγής, δι αυγής] …

    Dictionary of Greek

  • 99ευεργεσία — η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης] 1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία 2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό μσν. 1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή 2. εύνοια, χάρη… …

    Dictionary of Greek

  • 100εύηχος — η, ο (ΑΜ εὔηχος, ον) 1. αυτός που ηχεί καλά, μελωδικός («αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ) 2. ο εύφωνος, ο καλλίφωνος («εὐφώνους φησὶ γίγνεσθαι τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», Αθήν.). επίρρ... εύηχα (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα) 1. με εύηχο τρόπο, με… …

    Dictionary of Greek