ἀντ-εν-

  • 81αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …

    Dictionary of Greek

  • 82αντωπός — ἀντωπός, όν (Α) 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον 2. όμοιος 3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» το μπροστινό μέρος του προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπός < ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 83αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 84βουνοσειρά — η η οροσειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουνό (ν) + σειρά. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αντ. Μηλιαράκη] …

    Dictionary of Greek

  • 85γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… …

    Dictionary of Greek

  • 86γραιοκομείο — το ίδρυμα στο οποίο περιθάλπονται άπορες γριές, γηροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραία + κομείο < κόμος < κομώ «φροντίζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Παν. Χιώτη. Αντ αυτής σήμερα χρησιμοποιούνται οι λέξεις γεροκομειό* και γηροκομείο*] …

    Dictionary of Greek

  • 87γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …

    Dictionary of Greek

  • 88δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από …

    Dictionary of Greek

  • 89δαμαλισμός — Εμβολιασμός με τον ζωντανό ιό της ευλογιάς της αγελάδας, που παρέχει στον ανθρώπινο οργανισμό ανοσία κατά της ασθένειας. * * * ο ο εμβολιασμός με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccination < γαλλ. vaccine <… …

    Dictionary of Greek

  • 90δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… …

    Dictionary of Greek