ἀντ-εν-

  • 61αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek

  • 62αναπαριστάνω — και αναπαριστώ παριστάνω κάτι εκ νέου, κάνω αναπαράσταση, περιγράφω ή εκτελώ με ακρίβεια παρωχημένο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αναπαριστώ μαρτυρείται από το 1888 στον Ιταλό δημοσιογράφο και συγγραφέα Αντ. Φραβασίλη. ΠΑΡ. αναπαράσταση,… …

    Dictionary of Greek

  • 63αναπληρωτικός — ή, ό (Α ἀναπληρωτικός, ή, όν) ο αναπληρωματικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντ. Ροντήρη] …

    Dictionary of Greek

  • 64ανεφοδιασμός — ο (κ. ανεφοδίασις) ο εκ νέου εφοδιασμός, η χορήγηση εφοδίων ώστε να μην υπάρχουν ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. ανεφοδίασις μαρτυρείται από το 1896 στο Λεξικό Στρατιωτιωτικών Όρων του Αντ. Θ. Ηπίτου] …

    Dictionary of Greek

  • 65αντάνειμι — ἀντάνειμι (Α) φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + άνειμι «ανεβαίνω, ανέρχομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 66αντίδουπος — ἀντίδουπος, ον (Α) αυτός που αντηχεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + δούπος «βαρύς υπόκωφος κρότος, γδούπος»] …

    Dictionary of Greek

  • 67ανταπαντώ — δίνω απάντηση για να αντικρούσω την απάντηση που έδωσε κάποιος σε προηγούμενο ερώτημα ή άποψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + απαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 68ανταποδίδω — κ. δίνω κ. δώνω (AM ἀνταποδίδωμι, Μ κ. δίνω) 1. αποδίδω σε κάποιον το καλό ή το κακό που μου έκανε 2. (για τον θεό) παρέχω ανταμοιβή ή τιμωρώ αρχ. μσν. πληρώνω χρέος αρχ. 1. επιστρέφω κάτι 2. εκδικούμαι 3. αντισταθμίζω κάτι με κάτι άλλο 4. δίνω… …

    Dictionary of Greek

  • 69ανταρκώ — ἀνταρκῶ ( έω) (Α) 1. είμαι αρκετά ισχυρός ώστε να αντισταθώ σε κάποιον 2. αντέχω, αντιστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + αρκώ «αποκρούω, αποσοβώ, αντέχω»] …

    Dictionary of Greek

  • 70αντασφαλίζω — κάνω αντασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * ασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό] …

    Dictionary of Greek