ἀντ-εν-

  • 51άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …

    Dictionary of Greek

  • 52άντην — ἄντην επίρρ. (Α) 1. απέναντι, αντίκρυ, ενώπιον 2.κατά πρόσωπο, εκ του πλησίον 3.κατά μέτωπο, κατευθείαν 4. φανερά, απροκάλυπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική αιτ. από θ. αντ , πιθ. αναλογικά προς τα δην, πλην κ.τ.ό.] …

    Dictionary of Greek

  • 53έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …

    Dictionary of Greek

  • 54αιγυπιός — (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα.… …

    Dictionary of Greek

  • 55ακάματος — (I) η, ο (Α ἀκάματος, ον και ος, άτη, ον) 1. ακαταπόνητος, ακούραστος «ακάματος εργάτης τού καλού» 2. ο ακαμάτευτος* (Ι) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αποκάμει, ακαταπόνητος, ακούραστος «ἀκάματος χείρ», «ἀκάματον σθένος ἀνδρῶν» (Αισχύλ. Πέρσ. 901) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 56ακροφωνικός — Γλωσσ. αυτός που αναφέρεται στο ακροφωνικό σύστημα. Ο όρος ακροφωνικός χρησιμοποιείται αντί τού ορθότερου ακροφωνητικός (και ακροφωνητικό σύστημα), που εισηγήθηκε αργότερα ο Αντ. Σιγάλας (Ιστορία τής ελληνικής γραφής, σ. 339 κ.ά., Θεσσαλονίκη… …

    Dictionary of Greek

  • 57αληγείς άνεμοι — (Μετεωρ.) ρεύμα πολύ σταθερών ανέμων που είναι βόρειο βορειοανατολικοί στο Βόρειο και νοτιο νοτιοανατολικοί στο Νότιο ημισφαίριο. Πνέουν από τις ζώνες τών υψηλών πιέσεων τών υποτροπικών περιοχών προς την ενδοτροπική ζώνη συγκλίσεως τών νηνεμιών,… …

    Dictionary of Greek

  • 58αλληλογώ — (και άω) 1. αλλολογάω, αλλάζω γνώμη 2. ψεύδομαι, ψευτίζω 3. λέγω άλλα αντ’ άλλων, παραληρώ, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + λογώ < λόγος < λέγω. Το η κατά τη σύνθεση πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τών τ. με α συνθετικό αλληλο *. ΠΑΡ.… …

    Dictionary of Greek

  • 59αλογοκρατία — η όρος με τον οποίο αποδόθηκε ο διεθνής όρος ιρασιοναλισμός. Αντ’ αυτού βλέπε το ορθότερο «ανορθολογισμός» που χρησιμοποιείται στα Ελληνικά ως απόδοση τού διεθνούς όρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλογοκρατία πλάστηκε από τo α ατερητ. + λογοκρατία*] …

    Dictionary of Greek

  • 60αμυγδαλόπηκτο — το γλύκισμα αμυγδάλου, μαντολάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πηκτο < έπηξα, πήζω. Τη λ. χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αντ. Φραβασίλης το 1888] …

    Dictionary of Greek