ἀντ-εν-

  • 121μούσμων — μούσμων, ωνος, ὁ (Α) είδος άγριου κριαριού τής Κύρνου το οποίο είχε τρίχα σαν τής αίγας («γίγνονται δ ἐνταῡθα οἱ τρίχα φύοντες αἰγείαν ἀντ ἐρέας κριοί, καλούμενοι δὲ μούσμωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. (πρβλ. λατ. musmō «είδος… …

    Dictionary of Greek

  • 122ξύσιλος — ξύσιλος, ον (ΑΜ) 1. ξυρισμένος, λείος 2. (κατ αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός 3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ ἀνδρός», Σώφρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού …

    Dictionary of Greek

  • 123οινοπνευματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οινόπνευμα («οινοπνευματική ζύμωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντ. Δαμασκηνό] …

    Dictionary of Greek

  • 124πανήμαρ — Α επίρρ. (επικ. τ.) κατά τη διάρκεια όλης τής ημέρας, καθ όλη την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἦμαρ «ημέρα» (πρβλ. αντ ήμαρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 125παρορώ — (I) παρορῶ, άω, ΝΜΑ 1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω 2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν τό υπολογίζω, δεν τό θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ) 3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ,… …

    Dictionary of Greek

  • 126ποκίζω — και ποκάζω Α [πόκαι] 1. κουρεύω 2. (ιδίως στο μέσ.) ποκίζομαι κουρεύω για δική μου χρήση («τίς τρίχας ἀντ ἐρίων ἐποκίξατο;», Θεόκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 127πολυχροϊσμός — και πολυχρωισμός, ο, Ν πλεοχροϊσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polychroism < πολυ * + χρο / χρω (< χρώς «χρώμα») + κατάλ. ism (πρβλ. ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αντ. Κορδέλλα] …

    Dictionary of Greek

  • 128ποσολογία — η, Ν κλάδος τής φαρμακευτικής που ερευνά τις επιδράσεις τών ποσοτήτων τών φαρμακευτικών ουσιών στους ανθρώπους και στα ζώα και καθορίζει τις δόσεις που πρέπει να χορηγούνται ανάλογα με την ηλικία, το βάρος, το φύλο και την πάθηση τού ασθενούς.… …

    Dictionary of Greek