ἀντ-εν-

  • 111καταύγεια — καταύγεια, ἡ (Α) καταυγασμός*, φωτισμός, λαμπρότητα, το καθαρό ή λαμπρό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αύγεια (< αυγής < *αὖγος, το < αὐγή), πρβλ. αντ αύγεια, δι αύγεια] …

    Dictionary of Greek

  • 112κατωπός — όν (Μ) αυτός που κοιτάζει κάτω λυπημένος, κατηφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * ωπός (< θ. ωπ τού ὄπ ωπ α), πρβλ. αντ ωπός, εισ ωπός] …

    Dictionary of Greek

  • 113κερδαντέος — κερδαντέος, α, ον (Α) [κερδαίνω] αυτός που πρέπει να κερδίζεται, να χρησιμοποιείται επωφελώς, επικερδώς («κερδαντέον τὸ παρόν» πρέπει να χρησιμοποιούμε επωφελώς το παρόν, Μάρκ. Αντ.) …

    Dictionary of Greek

  • 114κορυβαντώδης — κορυβαντώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, αντ ος + κατάλ. ώδης] …

    Dictionary of Greek

  • 115κουκί — και κουκκί, το (Μ κουκίον και κουκίν) 1. ο καρπός τού φυτού κύαμος, τής κουκιάς 2. κόκκος, σπυρί, κουκούτσι νεοελλ. 1. (σκωπτικά) στον πληθ. τα κουκιά οι ψήφοι ή οι ψηφοφόροι 2. φρ. «κουκιά μετρημένα» λέγεται για πράγματα που μπορούν να… …

    Dictionary of Greek

  • 116κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …

    Dictionary of Greek

  • 117λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …

    Dictionary of Greek

  • 118λιθάρτης — λιθάρτης, ὁ (Α) αυτός που σηκώνει λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + θ. αρ τού αἴρω, «σηκώνω», πρβλ. ἀρ ῶ (πρβλ. αντ άρτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 119μαρμαρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού μαρμαρουργού 2. αυτός που χρησιμεύει στον μαρμαρά 3. το θηλ. ως ουσ. η μαρμαρουργική η μαρμαρική, η τέχνη τού μαρμαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαρουργός. Ο τ. μαρμαρουργική είναι απόδοση στην ελλ. ξεν …

    Dictionary of Greek

  • 120ματάκι — το 1. υποκορ. τού μάτι («τί έχει το ματάκι τού μωρού;») 2. φρ. «κάνω ματάκι» ανοιγοκλείνω γρήγορα το βλέφαρο τού ματιού μου για να γνέψω σε κάποιον κάτι ή για να κανονίσω ερωτική συνάντηση 3. παιχνίδι που παίζεται με βώλους από δύο παίκτες πάνω… …

    Dictionary of Greek