ἀντ-εν-
101εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… …
102ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …
103ηλεκτροθερμόμετρο — το φυσ. ειδικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής θερμοκρασίας με ηλεκτρικές μεθόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + θερμόμετρο. Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτροθερμόμετρον μαρτυρείται από το 1870 στον Αντ. Δαμασκηνό] …
104ηλεκτρομετρία — η το σύνολο τών μεθόδων ηλεκτρικών μετρήσεων με χρήση ηλεκτρομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrometry < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + metry (πρβλ. μετρία < μέτρης < μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν… …
105θάτερος — θάτερος, έρα, ον (AM) έτερος, ο ένας από τους δύο, ο άλλος («δυοῖν θάτερον» το ένα από τα δύο). επίρρ... θατέρως (Α) 1. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο 2. εξάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση το άτερον με κράση (> τ. άτερον > θάτερον) με τον αρχικό τ …
106θράσσω — και αττ. τ. θράττω (Α) 1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ 2. καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θρᾱχ jω, με παρακμ. τέτρη χα (πρβλ. τέ θνη κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ αυτής χρησιμοποιείται στον …
107θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …
108ισάξιος — ια, ο (Α ἰσάξιος, ον) αυτός που έχει ίση αξία με κάποιον άλλο, εφάμιλλος, ισότιμος (α. «είναι ισάξιος τού πατέρα του» β. «ἰσάξιος τῷ Διί», Πρόκλ.) μσν. επαρκής, ανάλογος, ικανοποιητικός. επίρρ... ισαξίως και ισάξια (Α ἰσαξίως) εξίσου, με την ίδια …
109καταβοή — η (AM καταβοή) η εκδήλωση δυσαρέσκειας εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η επίκριση (α. «η καταβοή τού λαού» β. «αἰσθόμενοι δὲ καταβοήν οὐκ ὀλίγην οὖσαν ἡμῶν παρήλθομεν», Θουκ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βοή (< βοή «κραυγή»), πρβλ. αντ εμ βοή,… …
110κατακυλιστός — κατακυλιστός, ή, όν (Μ) [κατακυλίω] 1. κυκλικός («ἡ Γαλιλαίη κατακυλιστὴ τῇ Ἑλλάδι γλώττῃ ἑρμηνεύεται, διὸ καὶ Γελγὲ ὁ τροχὸς ὀνομάζεται» (Σευήρ. Αντ.) 2. αυτός που ρέπει προς ηθική κατάπτωση …