ἀντ-εν-

  • 11Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …

    Wikipedia

  • 12Estradiot — Les estradiots étaient des cavaliers légers mercenaires qui combattirent sur les champs de bataille européens lors de la première moitié du XVIe siècle. Sommaire 1 Origine 2 Equipement 3 Histoire …

    Wikipédia en Français

  • 13Stradiot — Estradiot Les estradiots étaient des cavaliers légers mercenaires qui combattirent sur les champs de bataille européens lors de la première moitié du XVIe siècle. Sommaire 1 Origine 2 Equipement 3 Histoire …

    Wikipédia en Français

  • 14αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 15ανάντης — ες (Α ἀνάντης) ανηφορικός, ανοδικός, απότομος (αντίθ. κατάντης) νεοελλ. αυτός που προκαλεί δυσκολίες, αντίξοος, αντίθετος, δύσκολος, δυσμενής μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄναντες, η δυσκολία αρχ. αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο σημείο «πρὸς τὸ ἄναντες… …

    Dictionary of Greek

  • 16αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 17αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …

    Dictionary of Greek

  • 18ευάντης — εὐάντης, εὔαντες και εὐαντής, ές (Α) 1. ευκολοσυνάντητος, ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος 2. ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντης (πρβλ. εξ άντης, αν άντης, προσ άντης) < θ. αντ εσ < *αντ (πρβλ. άντα, άντην, αντί)] …

    Dictionary of Greek

  • 19κατάντης — ες (Α κατάντης, κάταντες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη τού ποταμού» τα μέρη τού ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές) αρχ. 1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ… …

    Dictionary of Greek

  • 20προσάντης — όσαντες, ΝΑ, και δωρ. τ. ποτάντης, όταντες, Α 1. ανηφορικός, ανωφερής και, κυρίως, απόκρημνος («πόλις... πάνυ μακρὰν ἔχουσα καὶ προσάντη πανταχόθεν ἀνάβασιν», Πολ.) 2. μτφ. δύσκολος, δυσχερής αρχ. 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος ή ανιαρός («ἐπεί τε… …

    Dictionary of Greek