ἀντᾰκαῖος
1αντακαίος — ἀντακαῑος, ο (Α) 1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας 2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» το χαβιάρι …
2ἀντακαῖος — sturgeon masc nom sg …
3ἀντακαῖοι — ἀντακαῖος sturgeon masc nom/voc pl …
4ἀντακαῖον — ἀντακαῖος sturgeon masc acc sg …
5Hausen, der — Der Hausen, des s, plur. ut nom. sing. ein großer eßbarer Fisch, welcher nach dem Linné zu dem Geschlechte der Störe gehöret, und nicht nur in der Donau, sondern auch in allen großen Flüssen, welche sich in das Kaspische und schwarze Meer… …
6ιχθυόκολλα — Παχύρρευστη κίτρινη συγκολλητική ύλη, που παρασκευάζεται συνήθως με βράσιμο εντοσθίων και κεφαλιών ψαριών. Ονομάζεται επίσης και ψαρόκολλα. Η κόλλα αυτή έχει την ιδιότητα να διαλύεται εντελώς σε νερό συνηθισμένης θερμοκρασίας (20°C).… …
7ἀντακαίου — ἀντακαί̱ου , ἀντακαῖος sturgeon masc gen sg …
8ἀντακαίους — ἀντακαί̱ους , ἀντακαῖος sturgeon masc acc pl …
9ἀντακαίων — ἀντακαί̱ων , ἀντακαῖος sturgeon masc gen pl …