ἀντίδικος
1ἀντίδικος — opponent masc/fem nom sg …
2αντίδικος — ο (Α ἀντίδικος, ον) ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους αρχ. 1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος 2. ο μηνυτής, ο ενάγων 3. ο εχθρός, ο αντίπαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δικος < δίκη] …
3αντίδικος — η, ο αντίπαλος σε δικαστικό αγώνα: Οι δύο αντίδικοι δεν ήθελαν να συμβιβαστούν, όπως πρότεινε ο πρόεδρος του δικαστηρίου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀντίδικον — ἀντίδικος opponent masc/fem acc sg ἀντίδικος opponent neut nom/voc/acc sg …
5ἀντιδίκοιν — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen/dat dual …
6ἀντιδίκοις — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut dat pl …
7ἀντιδίκου — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen sg …
8ἀντιδίκους — ἀντίδικος opponent masc/fem acc pl …
9ἀντιδίκων — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen pl …
10ἀντιδίκῳ — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut dat sg …