ἀντρο-δίαιτος

  • 1σπηλοδίαιτος — ον, Μ αυτός που κατοικεί σε σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλ αιον + συνδετικό φωνήεν ο + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αντρο δίαιτος] …

    Dictionary of Greek