ἀντλήματα
1ἀντλήματα — ἄντλημα bucket for drawing water neut nom/voc/acc pl …
2περίακτος — η, ο / περίακτος, ον, ΝΜΑ [περιάγω] αυτός που μπορεί να περιστραφεί γύρω από ένα κέντρο ή από έναν άξονα αρχ. 1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περίακτοι είδος μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για αλλαγή τών σκηνικών στο αρχαίο θέατρο 2. το ουδ. ως ουσ …