ἀντλία
1ἀντλία — ἀντλίᾱ , ἀντλία hold of a ship fem nom/voc/acc dual ἀντλίᾱ , ἀντλία hold of a ship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀντλίον neut nom/voc/acc pl …
2ἀντλίᾳ — ἀντλίαι , ἀντλία hold of a ship fem nom/voc pl ἀντλίᾱͅ , ἀντλία hold of a ship fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …
4αντλία — η συσκευή με την οποία παίρνουμε (αντλούμε) από κάποιο χώρο υγρό ή αέρα: Οι αντλίες ξεχωρίζουν σε «υδραντλίες» και «αεραντλίες» …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ιοντική αντλία — Αντλία κενού, στην οποία το αέριο που πρόκειται να απομακρυνθεί ιονίζεται από μία δέσμη ηλεκτρονίων και τα σχηματιζόμενα θετικά ιόντα έλκονται από μία κάθοδο. Με τις αντλίες αυτές μπορεί να δημιουργηθεί κενό που φτάνει τα 10 4N/cm2 και το αέριο… …
6ιοντοαπορροφητική αντλία — Αντλία κενού, όπου τα αδρανή, από χημική άποψη, αέρια απομακρύνονται με τη μορφή ιόντων εξαιτίας ισχυρού ιονισμού τους που προκαλείται από ένα ηλεκτρικό πεδίο και τα δραστικά αέρια απομακρύνονται με παγίδες αερίων (γκέτερς). H ι.α. μπορεί να… …
7ενδοαορτική αντλία ή μπαλόνι — Συσκευή που εισάγεται στην αορτή, για να παρέχει προσωρινή βοήθεια σε μια ανεπαρκώς λειτουργούσα καρδιά. Η συσκευή λειτουργεί φουσκώνοντας ανάμεσα στις συσπάσεις του καρδιακού μυός, για να βοηθήσει την κυκλοφορία του αίματος. Χειρουργική επέμβαση …
8αεραντλία — Αντλία που χρησιμεύει για τη μεταφορά ενός αερίου από έναν χώρο σε άλλο ή για την αύξηση της ταχύτητάς του. Οι διάφοροι τύποι α. διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες: α) αντλίες κενού, που αδειάζουν τα αέρια από έναν χώρο, β) αεροσυμπιεστές,… …
9ἀντλίας — ἀντλίᾱς , ἀντλία hold of a ship fem acc pl ἀντλίᾱς , ἀντλία hold of a ship fem gen sg (attic doric aeolic) …
10ἀντλίαι — ἀντλία hold of a ship fem nom/voc pl ἀντλίᾱͅ , ἀντλία hold of a ship fem dat sg (attic doric aeolic) …