ἀντλέει

  • 1ἀντλέει — ἀντλέω bale out bilge water pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀντλέω bale out bilge water pres ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2υποτύπτω — Α 1. χτυπώ κάτω, ωθώ προς τα κάτω («κοντῷ ὑποτύπτοντες λίμνην», Ηρόδ.) 2. ρίχνω κάτω, βυθίζω («ὑποτύψας κηλωνηΐῳ ἀντλέει», Ηρόδ.) 3. πατώ, στηρίζομαι («χέρσῳ ὑπέτυψε κορώνη», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τύπτω «χτυπώ»] …

    Dictionary of Greek