ἀντι-στηρίζω
1ἀντεστηρίζοντο — ἀντί στηρίζω make fast imperf ind mp 3rd pl …
2αντικοντώ — ἀντικοντῶ ( όω) (Α) στηρίζω με ξύλινο υποστήριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + * κοντώ < κοντός «μακρύ ξύλινο ραβδί, κοντάρι»] …
3θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… …