ἀντι-μαίνομαι el

  • 1μη αλλά — μὴ ἀλλά και, με κράση, μἀλλά (Α) (ελλειπτ. φρ. μόνο σε αποκρίσεις, αντί τού μή γένοιτο, αλλά..., μή λέγε τοῡτο, ἀλλά...) όχι, αλλά, όχι δα («σὲ δὲ ταῡτ ἀρέσκει; Μἀλλὰ πλεῑν ἢ μαίνομαι», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …

    Dictionary of Greek