ἀντιφλέγω

  • 1αντιφλέγω — ἀντιφλέγω (Α) κάνω κάτι να λάμψει πάλι, καταυγάζω …

    Dictionary of Greek

  • 2αντιφλογίζω — ἀντιφλογίζω (Μ) αντιφλέγω …

    Dictionary of Greek

  • 3φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …

    Dictionary of Greek