ἀντιτάσσομαι
1αντιτάσσομαι — αντιτάσσομαι, αντιτάχθηκα και αντιτάχτηκα βλ. πίν. 28 …
2ἀντιτάσσομαι — ἀντιτάσσω set opposite to pres ind mp 1st sg ἀντιτάσσω set opposite to pres ind mp 1st sg …
3εναντιώνομαι — και εναντιούμαι ( όομαι) (AM ἐναντιοῡμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω) αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.) μσν. Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω 1. είμαι αντίθετος 2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι 3. αποκρούω,… …
4αντίκειμαι — (AM ἀντίκειμαι) βρίσκομαι σε αντίθεση, αντιβαίνω προς κάτι νεοελλ. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) βλ. αντικείμενο*. αρχ. (ως παθ. του ἀντιτίθημι*) 1. είμαι τοποθετημένος απέναντι 2. αντιστοιχώ 3. (για τόπους) κείμαι απέναντι 4. (για πράγματα) κείμαι… …
5αντιδιατάσσομαι — ἀντιδιατάσσομαι (Α) αντιτάσσομαι, αντιπαρατίθεμαι …
6αντιπαρατάσσω — (AM ἀντιπαρατάσσω κ. ττω) 1. παρατάσσω, αντιτάσσω κάποιον ή κάτι εναντίον κάποιου άλλου 2. ( ομαι) παρατάσσομαι εναντίον κάποιου, αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι …
7ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …
8εναπερείδω — ἐναπερείδω (Α) Ι. ενεργ. 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. θέτω τη σφραγίδα μου, αφήνω τα ίχνη μου ΙΙ. μέσ. ἐναπερείδομαι 1. στερεώνω, μπήγω 2. βρίσκω έρεισμα, στήριγμα, ακουμπώ κάπου 3. προσηλώνω την προσοχή μου κάπου 4. παλεύω εναντίον… …
9καταπροσωπίζω — (Μ) αντιμετωπίζω εχθρικά, αντιτάσσομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. καταπρόσωπον + κατάλ. ίζω] …
10πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …
- 1
- 2