ἀντισπᾶν
1ἀντισπᾶν — ἀντισπάω draw the contrary way pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀντισπάω draw the contrary way pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀντισπάω draw the contrary way pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀντισπᾶ̱ν , ἀντισπάω… …
2ἀντισπᾷν — ἀντισπάω draw the contrary way pres inf act ἀντισπάω draw the contrary way pres inf act …
3κρείττωσις — κρείττωσις, ἡ (Α) [κρειττούμαι] νόσος τής αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω τής οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον… …