ἀντιπλέκω

  • 1αντιπλέκω — (AM ἀντιπλέκω) νεοελλ. ξεπλέκω μσν. κάνω δολοπλοκίες εναντίον κάποιου αρχ. πλέκω σταυρωτά (για ταινίες και επιδέσμους) …

    Dictionary of Greek

  • 2πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …

    Dictionary of Greek