ἀντιπαραγωγῇ
1αντιπαραγωγή — ἀντιπαραγωγή, η (Α) 1. επέλαση στρατεύματος εναντίον εχθρού 2. πληθ. εχθρότητα …
2ἀντιπαραγωγῇ — ἀντιπαραγωγή flank march fem dat sg (attic epic ionic) …
3ἀντιπαραγωγαί — ἀντιπαραγωγή flank march fem nom/voc pl …
4ἀντιπαραγωγῆς — ἀντιπαραγωγή flank march fem gen sg (attic epic ionic) …
5ἀντιπαραγωγήν — ἀντιπαραγωγή flank march fem acc sg (attic epic ionic) …
6ἀντιπαραγωγάς — ἀντιπαραγωγά̱ς , ἀντιπαραγωγή flank march fem acc pl …