ἀντιλέγω
121εναντιώνομαι — και εναντιούμαι ( όομαι) (AM ἐναντιοῡμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω) αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.) μσν. Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω 1. είμαι αντίθετος 2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι 3. αποκρούω,… …
122επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… …
123κοντραστάρω — και κοντρεστάρω (Μ κοντραστάρω) 1. εναντιώνομαι, αντιμάχομαι, πηγαίνω κόντρα, αντιλέγω, ανταγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrastare] …
124κοντρεστιάζω — (Μ) αντιτίθεμαι, αντιλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ. γαλλ. contrester ή προβηγκ. countrestar] …
125λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …
126προρρηματικός — ή, ό, Ν (κυρίως το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προρρηματικά γραμμ. οι κύριες προθέσεις όταν είναι πρώτα συνθετικά σύνθετων ρημάτων των οποίων βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι διατηρούν, παρά τη σύνθεση, την αρχική τους σημασία, γεγονός που… …
127προσαντιλέγω — Μ αντιλέγω ακόμη περισσότερο …
128ρεκλάμα — η, Ν 1. διαφήμιση 2. επίδειξη ανύπαρκτων προσόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reclame < ρ. reclamer «απαιτώ, επικαλούμαι» (< λατ. reclamo «αντιλέγω, αντηχώ»)] …