ἀντιλέγω

  • 111αντιτίθημι — ἀντιτίθημι (AM) (νεοελλ. μόνο το μέσο: αντιτίθεμαι) νεοελλ. ( εμαι) 1. είμαι αντίθετος, εναντιώνομαι σε κάτι 2. έχω αντίθετη φορά, κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. μσν. ( μι) 1. αντιτάσσω, τοποθετώ κάτι ως εμπόδιο σε κάποιον 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 112αντιτείνω — (Α ἀντιτείνω) προβάλλω αντίρρηση, αντιλέγω αρχ. 1. τεντώνω, τραβώ προς τα πίσω 2. προσφέρω, προβάλλω και εγώ 3. αντενεργώ, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι 4. (για τόπους) κείμαι απέναντι …

    Dictionary of Greek

  • 113αντιφάσκω — (Α ἀντιφάσκω) νεοελλ. λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μου αρχ. 1. αντιλέγω 2. αποκρίνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 114γλωσσεύω — [γλώσσα] αντιλέγω, αυθαδιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 115διακόπτω — (AM διακόπτω) 1. κόβω κάτι σε δύο μέρη, λύω τη συνέχεια ή τη συνάφεια 2. αναστέλλω, σταματώ, προκαλώ προσωρινή ή διαρκή παύση νεοελλ. αντιλέγω και υποχρεώνω ομιλητή να σταματήσει αρχ. 1. διασπώ τις γραμμές τού εχθρού ή περνώ μέσα από τις τάξεις… …

    Dictionary of Greek

  • 116διατείνω — (AM διατείνω) 1. τεντώνω, τείνω εντελώς 2. μέσ. διατείνομαι ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, επιμένω στη γνώμη μου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διατείνουσα κεραία τών παλαιών ιστιοφόρων, την οποία τοποθετούσαν για να επεκτείνουν τετράγωνο ιστίο και να… …

    Dictionary of Greek

  • 117ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 118εναγωνίζομαι — (AM ἐναγωνίζομαι) 1. παίρνω μέρος σε αγώνα, διαγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ σ έναν τόπο («παρέσχετε αὐτὴν [τὴν γῆν] εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῑς Ἕλλησιν», Θουκ.) 2. συζητώ εριστικά, διαφωνώ, αντιλέγω, διαπληκτίζομαι με λόγους …

    Dictionary of Greek

  • 119εναντιολογώ — ( έω) (AM ἐναντιολογῶ, έω) λέγω τα αντίθετα προς τα λεγόμενα από άλλον, αντιλέγω, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω, αντιμιλώ αρχ. λέγω τα αντίθετα από πριν, αντιφάσκω, πέφτω σε αντιφάσεις …

    Dictionary of Greek

  • 120εναντιοφωνώ — ἐναντιοφωνῶ ( έω) (Μ) αντιλέγω, αντιφάσκω …

    Dictionary of Greek