ἀντικρούω
1ἀντικρούω — strike pres subj act 1st sg ἀντικρούω strike pres ind act 1st sg …
2αντικρούω — αντικρούω, αντέκρουσα βλ. πίν. 40 …
3αντικρούω — (Α ἀντικρούω) νεοελλ. 1. αποκρούω, αντεπιτίθεμαι 2. ανατρέπω, ανασκευάζω επιχειρήματα 3. προβάλλω αντίρρηση αρχ. 1. ωθώ προς τα πίσω 2. συγκρούομαι 3. είμαι εμπόδιο, αντενεργώ …
4αντικρούω — αντίκρουσα, ούστηκα, αναιρώ, ανασκευάζω: Στην ομιλία του προσπάθησε να αντικρούσει αυτά που είχε πει ο προηγούμενος ομιλητής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀντικρούῃ — ἀντικρούω strike pres subj mp 2nd sg ἀντικρούω strike pres ind mp 2nd sg ἀντικρούω strike pres subj act 3rd sg …
6ἀντικρουσθέντα — ἀντικρούω strike aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀντικρούω strike aor part pass masc acc sg …
7ἀντικρουσάντων — ἀντικρούω strike aor part act masc/neut gen pl ἀντικρούω strike aor imperat act 3rd pl …
8ἀντικρουόμενον — ἀντικρούω strike pres part mp masc acc sg ἀντικρούω strike pres part mp neut nom/voc/acc sg …
9ἀντικρουόντων — ἀντικρούω strike pres part act masc/neut gen pl ἀντικρούω strike pres imperat act 3rd pl …
10ἀντικροῦον — ἀντικρούω strike pres part act masc voc sg ἀντικρούω strike pres part act neut nom/voc/acc sg …