ἀντικαλλωπίζομαι
1αντικαλλωπίζομαι — ἀντικαλλωπίζομαι (Α) στολίζομαι, καμαρώνω κι εγώ …
2ἀντικαλλωπίζεσθαι — ἀντικαλλωπίζομαι adorn oneself in rivalry with pres inf mp …
1αντικαλλωπίζομαι — ἀντικαλλωπίζομαι (Α) στολίζομαι, καμαρώνω κι εγώ …
2ἀντικαλλωπίζεσθαι — ἀντικαλλωπίζομαι adorn oneself in rivalry with pres inf mp …