ἀντιδιορύσσω
1αντιδιορύσσω — ἀντιδιορύσσω και ττω (Α) ανοίγω υπόνομο από το αντίθετο μέρος …
2ἀντιδιορύττοντες — ἀντιδιορύσσω countermine pres part act masc nom/voc pl (attic) …
3ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …