ἀντιδάκτῠλος
1αντιδάκτυλος — ἀντιδάκτυλος, ο (AM) μσν. το χοντρό δάχτυλο του χεριού, ο αντίχειρας αρχ. ο ανεστραμμένος δάκτυλος, ο ανάπαιστος (υυ ) …
2ἀντιδάκτυλος — thumb masc nom sg …
3ἀντιδακτύλου — ἀντιδάκτυλος thumb masc gen sg …
4ἀντιδάκτυλον — ἀντιδάκτυλος thumb masc acc sg …
5antidáctilo — ► sustantivo masculino POESÍA Anapesto, pie métrico clásico. * * * antidáctilo (del lat. «antidactўlus», del gr. «antidáktylos») m. Métr. *Pie de la métrica griega y latina que consta de dos sílabas breves seguidas de una larga. ≃ Anapesto. * * * …
6δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …
7antidáctilo — (Del lat. antidacty̆lus, y este del gr. ἀντιδάκτυλος). m. Métr. anapesto …