ἀντιβᾰσῐλεύς

  • 1ἀντιβασιλεῖς — ἀντιβασιλεύς interrex masc acc pl ἀντιβασιλεύς interrex masc nom/voc pl (parad form) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …

    Dictionary of Greek

  • 3αντιβασιλέας — και αντιβασιλιάς, ο (Α ἀντιβασιλεύς) αξιωματούχος που ασκεί εξουσία βασιλιά ως αναπληρωτής του νεοελλ. τίτλος ανώτατου διοικητή επαρχίας ή κτήσης ενός βασιλευόμενου κράτους …

    Dictionary of Greek

  • 4βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …

    Dictionary of Greek