ἀντερείσει
1ἀντερείσει — ἀντέρεισις thrusting against fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντερείσεϊ , ἀντέρεισις thrusting against fem dat sg (epic) ἀντέρεισις thrusting against fem dat sg (attic ionic) ἀντερείδω set firmly against aor subj act 3rd sg (epic) ἀντερείδω set …
2περίκλασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [περικλώ] κυκλική κάμψη, συστροφή αρχ. 1. κάμψη, λύγισμα 2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου 3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῡ αἰθέρος», Λυσ.) 4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας 5.… …