ἀντεξέρχομαι
1αντεξέρχομαι — ἀντεξέρχομαι (Α) εξέρχομαι εναντίον κάποιου που βαδίζει εναντίον μου …
2ἀντέξελθε — ἀντεξέρχομαι aor imperat act 2nd sg ἀντεξέρχομαι aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀντεξέρχομαι aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3ἀντεξελθόντες — ἀντεξέρχομαι aor part act masc nom/voc pl …
4αντέξειμι — ἀντέξειμι (Α) αντεξέρχομαι* …