ἀνταίρω
51αντάρτης — Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την …
52ανταείρομαι — ἀνταείρομαι (Α) κ. ἀνταίρω (AM) σηκώνω κάτι εναντίον άλλου, ξεσηκώνομαι για πόλεμο μσν. επαναστατώ κατά της εξουσίας αρχ. ενεργ. (για ύψωμα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι σε κάτι …
53ανταρσία — η (Μ ἀνταρσία) [ανταίρω] ανυποταξία, στάση νεοελλ. ανυπακοή, απειθαρχία …
54συνανταίρω — Μ επαναστατώ μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνταίρω «υψώνω κάτι εναντίον κάποιου, ανθίσταμαι»] …
55συνανταίρειν — σύν ἀνταίρω raise against pres inf act (attic epic) …
56συναντῆρε — σύν ἀνταίρω raise against aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …
57ἀνταιρούσης — ἀνθαιρέομαι choose pres part act fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀνταίρω raise against pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …
58ἀνταραμένους — ἀντᾱραμένους , ἀνταίρω raise against aor part mid masc acc pl …
59ἀνταράμενοι — ἀντᾱράμενοι , ἀνταίρω raise against aor part mid masc nom/voc pl …
60ἀνταράμενος — ἀντᾱράμενος , ἀνταίρω raise against aor part mid masc nom sg …