ἀντί-φορτος

  • 1κατάφορτος — η, ο (Α κατάφορτος, ον) φορτωμένος βαριά, παραφορτωμένος, καταφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φορτος (< φόρτος «φορτίο»), πρβλ. αντί φορτος, έμ φορτος] …

    Dictionary of Greek

  • 2υπέρφορτος — η, ο / ὑπέρφορτος, ον, ΝΜ υπερφορτωμένος, κατάφορτος, παραφορτωμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρφορτον φορτίο υπέρμετρο, βαρύτερο από το κανονικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φόρτος (πρβλ. αντί φορτος, κατά φορτος)] …

    Dictionary of Greek