1ἀντίθυρον — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem acc sg ἀντίθυρος opposite the door neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2αντίθυρος — ἀντίθυρος, ον (Α) 1. εκείνος που βρίσκεται απέναντι στην πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθυρον προθάλαμος, πρόδομος 3. η πλευρά του δωματίου απέναντι στη θύρα …
Dictionary of Greek