ἀντίμολπον ἄκος ὕπνου

  • 1αντίμολπος — ἀντίμολπος, ον (Α) [μολπή] 1. αυτός που ηχεί διαφορετικά 2. φρ. «ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς κωκυτόν» ξέσπασε σε θρήνο αντί σε χαρούμενο κλάμα «ὕπνου τόδ ἀντίμολπον... ἄκος» τραγούδι που διώχνει τη νύστα …

    Dictionary of Greek