ἀνοικείωτα
1ἀνοικείωτα — ἀνοικείωτος not to be adapted neut nom/voc/acc pl …
2ανοικείωτος — ἀνοικείωτος, ον (Α) [οικειώ] ο άσχετος, ο ξένος («ἀνοικείωτα ἀλλήλοις» Μ. Αντωνίνος) …
1ἀνοικείωτα — ἀνοικείωτος not to be adapted neut nom/voc/acc pl …
2ανοικείωτος — ἀνοικείωτος, ον (Α) [οικειώ] ο άσχετος, ο ξένος («ἀνοικείωτα ἀλλήλοις» Μ. Αντωνίνος) …