1ανισίτης — ἀνισίτης, ό, θηλ. ἀνισῑτις, ίτιδος (Μ) αρωματισμένος με άνισο …
Dictionary of Greek
2ἀνισίτης — flavoured with aniseed masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)