ἀνιστάμενοι δ'
1ἀνιστάμενοι — ἀνίστημι make to stand up pres part mp masc nom/voc pl …
2πλημοχόη — ἡ, Α αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά την τελευταία ημέρα τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς ἀνατολάς, τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμη… …