ἀνηπελίη ἀσθένεια
1νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …
2apelo- — apelo English meaning: strength Deutsche Übersetzung: “Kraft” Material: Gk. ἀν απελάσας ἀναρρωσθείς Hes., Ion. εὐηπελής “ strong “, Hom. ὀλιγηπελίη “ swoon, Ion. ἀνηπελίη ἀσθένεια Hes., Elis: MN Tευτί απλος (after Prellwitz BB. 24 …