ἀνηκίδωτος
1ανηκίδωτος — ἀνηκίδωτος, ον (Α) [ακιδωτός] ο χωρίς ακίδα, αυτός που δεν έχει αιχμή …
2ἀνηκίδωτοι — ἀνηκίδωτος without point masc/fem nom/voc pl …
1ανηκίδωτος — ἀνηκίδωτος, ον (Α) [ακιδωτός] ο χωρίς ακίδα, αυτός που δεν έχει αιχμή …
2ἀνηκίδωτοι — ἀνηκίδωτος without point masc/fem nom/voc pl …