ἀνεύθυνος

  • 11αλογοπράγητος — ἀλογοπράγητος, ον (Μ) [λογοπραγω] αυτός από τον οποίο δεν ζητείται λογαριασμός ή λογοδοσία, ο ανεύθυνος …

    Dictionary of Greek

  • 12αναίτιος — ια, ιο (Α ἀναίτιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. ο μη αίτιος, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος, αθώος 2. επίρρ. αναίτια (αρχ. ως), χωρίς αιτία, αδικαιολόγητα αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναίτιον αυτό που δεν είναι ή δεν θεωρείται ως αιτία 2. φρ. «οὐκ ἀναίτιόν… …

    Dictionary of Greek

  • 13αναιτίατος — η, ο (ΑΜ ἀναιτίατος, ον) (αρχ. νεοελλ.) αυτός που δεν κατηγορήθηκε, ακατηγόρητος, άμεμπτος μσν. αυτός που δεν φέρει ευθύνη, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος …

    Dictionary of Greek

  • 14απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 15υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… …

    Dictionary of Greek

  • 16χαβαλές — και χαβαλάς, ο, Ν 1. επίσαγμα, επίστρωμα σε υποζύγιο 2. ναυτ. το φορτίο που είναι τοποθετημένο στο επάνω κατάστρωμα 3. μτφ. (για πρόσ.) α) ενοχλητικό βάρος β) αυτός που αρέσκεται στο να δέχεται και, κυρίως, να κάνει αστεία γ) επιπόλαιος,… …

    Dictionary of Greek

  • 17ασύδοτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για τις πράξεις του, ανεύθυνος: Σε μια δημοκρατική πολιτεία κανείς δεν είναι ασύδοτος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 18ἀνευθύνοις — ἀνευθύ̱νοις , ἀνεύθυνος not accountable masc/fem/neut dat pl ἀνευθύ̱νοις , ἀνευθύνω straighten pres opt act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 19ἀνευθύνου — ἀνευθύ̱νου , ἀνεύθυνος not accountable masc/fem/neut gen sg ἀ̱νευθύ̱νου , ἀνευθύνω straighten imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἀνευθύ̱νου , ἀνευθύνω straighten pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἀνευθύ̱νου , ἀνευθύνω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 20ἀνευθύνους — ἀνευθύ̱νους , ἀνεύθυνος not accountable masc/fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)